- μηδαμοῖσι
- μηδαμόςnot even onemasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηδαμός — μηδαμός, ή, όν (Α) (ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῡ μεταδοῡναι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. τού ἐμός (πρβλ. ουδαμός)] … Dictionary of Greek